παραχωρητής

παραχωρητής
ο
αυτός που παραχωρεί, που μεταβιβάζει περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχωρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραχωρητής — ο θηλ. τρια αυτός που παραχωρεί δικαίωμα ή πράγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”